Κιμμερίη

Κιμμερίη
Κιμμέριος
the Crimea
fem nom/voc sg (epic ionic)
Κιμμερικός
the Crimea
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κιμμέριος — α, ο (Α κιμμέριος, ία, ιον, θηλ. και κιμμερίς, ίδος και ιων. τ. θηλ. κιμμερίη 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Κιμμέριοι α) μυθικός λαός που κατοικούσε πέρα από τον Ωκεανό σε διαρκές σκοτάδι, β) νομάδες τών στεπών που εισέβαλαν στη Μικρά Ασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”